μετριαστικός

μετριαστικός
-ή, -ό (Μ μετριαστικός, -ή, -όν) [μετριάζω]
νεοελλ.
αυτός που συντελεί στον μετριασμό ή στον κατευνασμό, ανακουφιστικός, καταπραϋντικός, κατασταλτικός
μσν.
αστείος, μη σοβαρός.
επίρρ...
μετριαστικά
με μετριαστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μετριαστικός — ή, ό αυτός που συμβάλλει στο μετριασμό, ανακουφιστικός, κατευναστικός: Ο ερχομός σου ήταν μετριαστικός στην απελπισία μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”